- χανούμ
- άκλ. , χανούμισσα η ханум, госпожа (обращение к турецкой женщине)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χανούμ — η, Ν άκλ. η χανούμισσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hanim] … Dictionary of Greek
χανούμ — η (λ. τουρκ.), άκλ., βλ. χανούμισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αντιλέ χανούμ — (19ος αι.). Τουρκάλα που γεννήθηκε στο Λιοντάρι της Αρκαδίας και κατοικούσε στην Τρίπολη. Μετά την άλωση της Πόλης από τους Έλληνες, ο Γάλλος Περσάμ, που την είχε ερωτευτεί, την πήρε στην Γαλλία, όπου την έκανε χριστιανή δίνοντάς της το όνομα… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
-ισσα — (ΑΜ ισσα) αρχικά < * ik yă στα θηλυκά ορισμένων εθνικών ονομάτων (πρβλ. Φοῑνιξ, θηλ. Φοίνισσα < *Φοίνικ yα, Κίλιξ, θηλ. Κίλισσα < *Κίλικ yα). Η κατάλ. ισσα εμφανίζεται σπάνια μέχρι και τους κλασικούς χρόνους είτε ως προϊόν αναλογίας… … Dictionary of Greek
χανουμάκι — το, Ν [χανούμ] υποκορ. (κυρίως με θωπευτική σημ.) νεαρή και όμορφη χανούμισσα … Dictionary of Greek
χανούμισσα — η, Ν 1. μουσουλμάνα κυρία 2. (γενικά) μουσουλμάνα, οθωμανίδα, τουρκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χανούμ* + κατάλ. ισσα (πρβλ. βασίλ ισσα)] … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
χανουμάκι — το υποκορ. του χανούμ μικρή χανούμισσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)